- αντιβουίζω
- αντιβουίζω, αντιβούιξα βλ. πίν. 23
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντιβουίζω — βουίζω κι εγώ, αντηχώ, αντιλαλώ … Dictionary of Greek
αντιβουίζω — βούισα, αντηχώ: Αντιβούιζαν οι λαγκαδιές από το ντουφεκίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιβοΐζω — βλ. αντιβουίζω … Dictionary of Greek
ηχοβολώ — άω παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, ηχολογώ, αντιβουίζω («κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αντι βολώ, πυρο βολώ] … Dictionary of Greek